- φιλελληνικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που αναφέρεται στο φιλέλληνα ή το φιλελληνισμό (βλ. λ.).2. αυτός που εξυπηρετεί τα δίκαια της Ελλάδας: Φιλελληνική πολιτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.