φιλελληνικός

φιλελληνικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που αναφέρεται στο φιλέλληνα ή το φιλελληνισμό (βλ. λ.).
2. αυτός που εξυπηρετεί τα δίκαια της Ελλάδας: Φιλελληνική πολιτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλελληνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φιλέλληνες ή στον φιλελληνισμό 2. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα και τα δίκαια τών Ελλήνων («φιλελληνική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλέλληνας + κατάλ. ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1825 στην …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φιλέλληνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελληνικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλελληνικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”